- ελεφαντιώ
- (α) αμετ. мед. страдать слоновой болезнью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελεφαντιώ — ἐλεφαντιῶ ( άω) (AM) υποφέρω από ελεφαντίαση … Dictionary of Greek